Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

«Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων ενταύθα…»



3/05/1453… Ο Μωάμεθ Β” προτείνει στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να εγκαταλείψει την Πόλη με ανταλλάγματα, αλλά ο αυτοκράτορας αρνείται.
ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αρνήθηκε να συνθηκολογήσει και να παραδώσει εθελοντικά τη διοίκηση της Κωνσταντινούπολης στους εχθρούς, έστω κι αν έβλεπε την επερχόμενη καταστροφή. Αρνήθηκε επίσης να εγκαταλείψει την πόλη, όπως του συνιστούσαν οι συγκλητικοί και ο πατριάρχης. «Μπορεί η απομάκρυνσή μου να είναι ευνοϊκή για μένα», απάντησε, «μου είναι όμως αδύνατο να φύγω. Πώς να αφήσω τις εκκλησίες του Κυρίου μας και το θρόνο και το λαό μου σε τέτοιο κακό;».
O θάνατος του Ιωάννη Η” βρήκε τόν Κωνσταντίνο στό Μυστρά. Εκεί εστέφθη ως «Κωνσταντίνος ΙΑ” Αυτοκράτωρ Ρωμαίων», στίς 6 Ιανουαρίου 1449.
H στέψη έγινε στόν Κωνσταντίνο καί όχι στόν ανάξιο καί καιροσκόπο Δημήτριο, ύστερα από επιμονή της μητέρας τους, Έλενας Δραγάση, η οποία είχε προηγουμένως στείλει τόν Γεώργιο Σφρατζή στόν σουλτάνο Μουράτ γιά νά ζητήσει τήν έγκρισή του. Ο Κωνσταντίνος είχε γεννηθεί στίς 9 Φεβρουαρίου 1404 καί ήταν ήδη 45 ετών. Είχε παντρευτεί τό 1428, στό κάστρο του Χλεμουτσίου της Γλαρέντζας, τήν Θεοδώρα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα Τόκκο, αλλά η άτυχη κοπέλα πέθανε ένα χρόνο μετά στό Σανταμέρι Αχαΐας. Τό 1441 ξαναπαντρεύτηκε τήν Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου, αλλά κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας, από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του Κωνσταντίνου, πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος λοιπόν ο Κωνσταντίνος σέ όλες τίς φάσεις της ζωής του. O τελευταίος αυτοκράτορας της Ελληνικής Αυτοκρατορίας παρελήφθη υπό καταλανικών πλοίων, δυστυχώς τό βυζαντινό ναυτικό ήταν ανύπαρκτο, καί εισήλθε στήν Κωνσταντινούπολη στίς 12 Μαρτίου 1449, εν μέσω επεφημιών από τό πλήθος των χριστιανών κατοίκων. Τό Ελληνικό κράτος τό αποτελούσε τότε μόνο η Βασιλεύουσα, μέ πληθυσμό λιγότερο από εκατό χιλιάδες κατοίκους, η πόλη της Σηλυμβρίας, η Πέρινθος, η Μεσημβρία, οι Επιβάτες καί η Αγχίαλος στήν Θράκη, μερικά νησιά του Αιγαίου καί η Πελοπόννησος, τήν οποία τήν μοιράζονταν οι δεσπότες Δημήτριος καί Θωμάς πού σπαταλούσαν τόν καιρό τους φιλονικώντας ο ένας μέ τόν άλλον.
Τό 1451 πέθανε ο Μουράτ καί τόν διαδέχθηκε στό θρόνο ο γιός του Μωάμεθ Β’. Ο Μωάμεθ ήταν μόλις 21 ετών, η μητέρα του ήταν χριστιανή σκλάβα καί έτσι γνώριζε ελληνικά εκτός από τουρκικά καί αραβικά, ενώ ήταν γνώστης της ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η μόνη σκέψη πού απασχολούσε τόν νέο σουλτάνο ήταν η κατάκτησις της Κωνσταντινουπόλεως, της βασιλίδος των πόλεων, τήν οποία είχαν πολιορκήσει ματαίως ο πατέρας του, Μουράτ καί ο παππούς του, Βαγιαζήτ. Σύμφωνα μέ τόν Σλουμβερζέ, τόν μεγαλύτερο βυζαντινολόγο πού έζησε στίς αρχές του 20ου αιώνα καί έγραψε χιλιάδες σελίδες γιά τήν ιστορία του Βυζαντίου:
«…χαρακτηριστικόν του μεγάλου εκείνου στρατηλάτου ήτο παράδοξον κράμα της απηνούς ωμότητος Τούρκου ηδυπαθούς καί φανατικού, καταστροφέως ανοικτίρμονος απάντων των εχθρών της ιδίας αυτού θρησκείας άνευ διακρίσεως ηλικίας καί φύλου καί παραδόξου ζήλου υπέρ τινών ζητημάτων φιλισοφικών, θεολογικών καί καλλιτεχνικών. Ωφειλε δέ βεβαίως τάς ιδιότητας ταύτας καί τήν μεγάλη αυτού νοημοσύνην, προσόντα άλλως σπάνια παρά τή τουρκική φυλή, εις τήν καταγωγή της μητρός, ήτις ήτο δούλη, πιθανώτατα έλκουσα τό γένος εκ Χριστιανών.»
Ο Μωάμεθ ανακυρήχθηκε σουλτάνος στήν οθωμανική πρωτεύουσα, τήν Αδριανούπολη (Εριδνέ), καί αμέσως διέταξε νά ταφή μεγαλοπρεπώς στήν Προύσα, ο προκάτοχός του Μουράτ. Αφού, ακολουθώντας τό οθωμανικό έθιμο, στραγγάλισε τά αδέλφια του, διατήρησε στίς θέσεις τους τόν μεγάλο βεζύρη Χαλίλ πασσά καί τόν άλλο ευνοούμενο του πατέρα του Ισαάκ πασσά. Κατόπιν στράφηκε στούς αντιπάλους του ηγεμόνες καί κυρίως αυτόν της Καραμανίας, γιά νά απαλλαγεί από τούς εσωτερικούς εχθρούς καί νά ασχοληθεί απρόσκοπτα μέ τά μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Όλα τά τότε γνωστά έθνη έσπευσαν νά αποστείλουν πρέσβεις γιά νά συγχαρούν τό νέο ηγεμόνα. Μεταξύ των απεσταλμένων ήταν αυτοί των δύο κατ’όνομα αυτοκρατόρων Κωνσταντινουπόλεως καί Τραπεζούντος, των δεσποτών της Πελοποννήσου, του Σέρβου κράλη Γεωργίου Βράνκοβιτς, των ηγεμόνων της Λέσβου Γατελούζων, των Γενουατών της Χίου καί του Γαλατά, των ιπποτών της Ρόδου καί πολλών άλλων.
Τελευταίες ημέρες
Διανύουμε τίς τρείς τελευταίες μέρες ζωής της Ελληνικής Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι ετοιμάζουν τήν μεγάλη έφοδο καί κάθε βράδυ ανάβουν χιλιάδες φωτιές στό αχανές στρατόπεδό τους γιά νά ενσπείρουν τρόμο στίς καρδιές των αμυνομένων, ενώ παράλληλα μέ τά τύμπανα ακούγονται κραυγές μέχρι τό πρώτο φως της ημέρας. Ο σουλτάνος κάνει τήν τελευταία απόπειρα γιά διαπραγματεύσεις καί στέλνει τόν Ισμαήλ Χαμουζά πασσά, αφέντη της Σινώπης καί της Κασταμονής ο οποίος είχε καλές σχέσεις μέ τόν Παλαιολόγο, γιά νά του ζητήσει νά δεχτεί τούς όρους
Ο Δούκας μας έσωσε τήν στιχομυθία:
- Iσμαήλ:
«Γίνωσκε ότι απηρτίσθησαν τά πάντα πρός τήν γενικήν έφοδον, ήν θέλομεν νυν επιχειρήσει αφιέμενοι τήν έκβασιν τω Θεώ. Τί λέγεις; εκχωρείς εκ της πόλεως απερχόμενος όπου βούλεσαι μετά των σων αρχόντων καί των υπαρχόντων αυτοίς, καταλείπων τόν δήμον αζήμιον καί παρ’ημών καί παρά σου, ή επιμένεις εις τήν αντίστασιν, δι’ης σύ τε καί οι μετά σου θέλετε απολέσει σύν τη ζωή τά υπάρχοντα, οι δέ άλλοι κάτοικοι αιχμαλωτευθέντες θέλουσι διασπαρή εν πάση γή;»
- Κωνσταντίνος:
«Έχε τά αφ’ημών αρπαγέντα αδίκως φρούρια καί γήν, ως δίκαια, όρισε τόν πληρωτέον σοι ετήσιον φόρον ανάλογον πρός τούς πόρους ημών καί άπελθε εν ειρήνη. Τό δέ τήν πόλιν σοι δούναι ουκ εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων ενταύθα, κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν μή φειδόμενοι της ζωής ημών.»
Νά καί απάντηση του Παλαιολόγου σέ ελεύθερη απόδοση από τό Νίκο Καζαντζάκη: » Αν θες ειρηνικά να πορευτείς μαζί μας, των Μουσουλμάνων βασιλιά, χαρά μεγάλη σε μένα, στους αρχόντους, στο λαό μου. Κι άκου: τα κάστρα και τη γής που μ’άρπαξες, το πλήθιο το ψυχομέτρι που μου σκλάβωσες, τα σβήνουμε απ” την παλιά κληρονομιά μας, χαρισμά σου. Κι ακόμα φόρο εγώ θα σου πλερώνω κι όλες σου τις ανομιές και τις ντροπές θα τις ξεχάσω, να τραβηχτείς μονάχα ειρηνικά απ” την Πόλη. Και μη γυρεύεις ό,τι μια ψυχή γενναία και περήφανη ποτέ δε θα δεχτεί να δώσει. Πιο πάνω απ΄ τη ζωή η τιμή θρονιάει του ανθρώπου κι ομόγνωμα όλοι μας και λεύτερα καρατώντας στα χέρια το σταυρό και τ΄ άρματα, απαντούμε: Δεν παραδίνουμε την Πόλη, τη ζωή μας πήραμε απόφαση να δώσουμε, απροσκύνητα για λευτεριά στο χώμα ετούτο πολεμώντας. Καλός για τ΄ ακριβό χατήρι της κι ο Χάρος.»
O σουλτάνος όταν άκουσε τήν περήφανη απάντηση του Παλαιολόγου συγκάλεσε συμβούλιο μέ όλους τούς Οθωμανούς αξιωματούχους, στρατηγούς καί βεζύρηδες γιά νά αποφασίσουν περί του πρακτέου. Ο μέγας βεζύρης Χαλήλ πασσάς, ο οποίος θεωρείται ότι χρηματίζοταν από τούς Ρούμ καί ο οποίος εξ αρχής ήταν αντίθετος μέ τήν πολιορκία, μίλησε πρώτος καί πρότεινε τήν αποχώρηση του στρατού, διότι η Πόλις άντεχε καί πολλοί στρατιώτες του σουλτάνου είχαν χάσει τήν ζωή τους, χωρίς νά καταφέρουν τίποτα. Μπορούσε δέ αυτή η κατάστασις νά προκαλέσει σταυροφορία εκ μέρους της Δύσης καί νά χρειαστεί νά αντιμετωπίσουν τόν φοβερό ουγγρικό στρατό του Ουνυάδη ή τόν παντοδύναμο στόλο της Βενετίας. Τόν λόγο πήρε ο νεώτερος Ζαγανός πασσάς ο οποίος εκπροσωπώντας τούς νεώτερους αξιωματικούς παρότρυνε τόν σουλτάνο γιά τήν μεγάλη επίθεση. Υπενθυμίζοντας τήν διχόνοια των χριστιανικών κρατών υποστήριξε ότι από τούς Ευρωπαίους δέν θά έφτανε ποτέ βοήθεια. Τά δέ τείχη είχαν καταρεύσει σέ τρία τουλάχιστον σημεία καί οι αμυνόμενοι είχαν φτάσει στά όρια της αντοχής τους. Τήν ένθερμη ομιλία τήν χειροκρότησε ο Τουραχάν πασσάς, Έλληνας στήν καταγωγή, ο αρχιευνούχος, ο μέγας σεΐχης Ακ-Σεμζεδίν εφένδης, ο ουλεμάς Αχμέτ Κουράνης καί πολλοί άλλοι. Ο Μωάμεθ αναθάρρησε καί ανήγγειλε ότι σέ τρείς μέρες θά γινόταν η μεγάλη έφοδος. Αμέσως διέταξε τόν Ζαγανό πασσά νά προετοιμάσει τόν στρατό καί ειδικά τό σώμα των γενίτσαρων.
Κυριακή, 27 Μαΐου 1453. Ο νεαρός καί ακούραστος σουλτάνος ξύπνησε νωρίς, πήρε τή συνοδεία του καί άρχισε νά διατρέχει ολόκληρο τό στρατόπεδο, από τόν Κεράτιο εως τήν Προποντίδα. Οργάνωσε όλες τίς λεπτομέρειες της επίθεσης η οποία θά γινόταν από όλα τά μέρη των τειχών, ενώ ακόμα καί ο στόλος θά προσέγγισε τά θαλάσσια τείχη γιά νά απασχολεί τούς εκεί αμυνόμενους. Διαρκώς ενθάρρυνε τούς στρατιώτες του, οι οποίοι τόν επεφημούσαν: «Αλλάχ Ιλαλλάχ Μωχαμέτ Ρουσολαλλάχ», δηλαδή «υπάρχει μόνο ένας θεός καί ο Μωάμεθ είναι ο προφήτης του.» Κάθε Οθωμανός μαχητής έπαιρνε τή θέση του καί υποχώρηση ή λιποταξία ισοδυναμούσε μέ θάνατο. Ο βομβαρδισμός συνεχιζόταν ακατάπαυστα μαζί μέ τίς προεργασίες της εφόδου. Τό βράδυ άναψαν στό τουρκικό στρατόπεδο χιλιάδες φωτιές οι οποίες συνοδεύοταν από ισάριθμες κραυγές καί αλλαλαγμούς παγώνοντας τίς καρδιές των αμυνομένων. Ο Μωάμεθ βρισκόταν στή σκηνή του, απέναντι από τό Μυρίανδρο καί τό Μεσοτείχιο, περιτριγυρισμένος από τούς αγαπημένους του γενίτσαρους οι οποίοι ήταν περίπου δώδεκα χιλιάδες. Συγκάλεσε πάλι σέ συμβούλιο τούς στρατηγούς, τούς χιλίαρχους, τούς ναυάρχους, τούς πασσάδες καί τούς βεζύρηδες καί τούς απηύθυνε τόν παρακάτω λόγο όπως μας τόν σώζει ο αυτόπτης μάρτυρας Κριτόβουλος:
«Γενναίοι άντρες καί φίλοι, σας κάλεσα όχι μόνο γιά νά σας θυμήσω γιά τούς αγώνες πού κάναμε καί τούς κινδύνους πού περάσαμε γιά νά αποκτήσουμε όλα αυτά τά αγαθά, αγώνες στούς οποίους επιδείξατε ανδρεία καί τόλμη, αλλά σας κάλεσα γιά νά σας υπενθυμήσω γιά τόν απέραντο πλούτο πού μάς περιμένει σέ αυτή τήν πόλη. Πλούτο πού βρίσκεται στό παλάτι του βασιλιά, στά μέγαρα των πλούσιων αλλά καί στίς εκκλησίες καί στά μοναστήρια. Όλα τά ιερά κειμήλια πού είναι φτιαγμένα από χρυσό καί ασήμι, όλοι οι πολύτιμοι λίθοι καί τά μαργαριτάρια, τά έπιπλα καί τά πολυτελή σπίτια θά γίνουν δικά σας.
Έπειτα ακολουθούν ακόμα ωραιότερα αγαθά. Γυναίκες ωραιότατες, παρθένες έτοιμες γιά γάμο, ευγενείς κυρίες, νεότατα αγόρια καί κορίτσια, όλα αυτά θά γίνουν δικά σας γιά νά τά γευτείτε καί νά τά απολαύσετε, ενώ όσους αιχμαλώτους πιάσετε θά τούς έχετε ή δούλους ή θά τούς πουλήσετε γιά νά κερδίσετε καί άλλα χρήματα. Καί δέν είναι μόνο αυτά. Αποκτούμε τήν ενδοξότερη πόλη των Ρωμιών, βασιλεύουσα όλης της Οικουμένης, μέ τά ωραιότερα κτίσματα πού έχουν φτιαχτεί ποτέ. Μέ αυτή τήν πόλη θά γίνουμε παντοδύναμοι καί ενδοξότεροι.
Οι αμυνόμενοι είναι ολιγάριθμοι καί άπειροι στόν πόλεμο ενώ εμείς είμαστε μεγάλο πλήθος καί οι καλύτεροι μαχητές του κόσμου. Αυτοί είναι κουρασμένοι καί άϋπνοι ενώ εμείς ξεκούραστοι καί χορτασμένοι από φαΐ καί ύπνο. Εσύ Χαμουζά μέ τόν στόλο σου θά περικυκλώσεις τά θαλάσσια τείχη καί θά βάλλεις διαρκώς από τά καταστρώματα των πλοίων, εσύ Ζαγανέ πέρασε τήν ξύλινη γέφυρα καί μέ τά πλοία νά επιτεθείς στά τείχη του Κερατίου, εσύ Καρατζά νά διαβείς τήν τάφρο καί μέ κλίμακες νά προσπαθήσετε νά ανέβετε στά τείχη, ομοίως καί εσείς Ισαάκ καί Μαχμούτ, ενώ εμείς Χαλίλ θά επιτεθούμε στήν κοιλάδα του Λύκου, στή μέση του τείχους όπου τά ρήγματα είναι πού μεγάλα.»
 Διαφορετική ήταν η ατμόσφαιρα εντός των τειχών. Ο Λεονάρδος μας πληροφορεί γιά τίς αναρίθμητες λιτανείες των εικόνων καί των λειψάνων των αγίων εκ μέρους των πιστών. Πλήθη από γέροντες, γυναίκες καί παιδιά μέ δάκρυα στά μάτια προσεύχονταν καί έψελναν αδιάκοπα, ακολουθώντας μέ γυμνά πόδια τούς ιερείς, ορθοδόξους καί καθολικούς, κατά μήκος των τειχών, οι οποίοι περιέφεραν τίς εικόνες καί ιδιαίτερα τήν θαυματουργή εικόνα της Οδηγήτριας. Ο βασιλεύς εκάλεσε όλους τούς Ελλήνες καί Ιταλούς ευγενείς, στρατιωτικούς καί πολιτικούς αρχηγούς. Η σκηνή υπήρξε επιβλητική καί ο λόγος του Κωνσταντίνου, όπως σώθηκε από τόν πιστό του φίλο Φρατζή, θά μείνει στήν ιστορία ως ένα ηθικό δίδαγμα γιά τήν στάση των εντίμων καί ηρωϊκών αντρών. Ο λόγος ήταν αντάξιος του Ομηρικού «Υπέρ βωμών καί εστιών», αντάξιος του Λεωνίδα καί των 300 Σπαρτιατών μέ τό «Μολών Λαβέ» καί τό «Ο ξείν αγγέλειν Λακαιδεμονίοις ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι», αντάξιος των λόγων του Πλάτωνος «Μητρός τε καί Πατρός καί των άλλων προγόνων απάντων τιμιοτέρων εστί πατρίς»:
«… παρακαλώ υμάς ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής, ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά των εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδωμι δε υμίν την εκλαμπροτάτην και περίφημον ταύτην πόλιν και πατρίδα ημών και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς ουν οίδατε, αδελφοί, ότι διά τέσσαρά τινα οφειλέται κοινώς εσμέν πάντες ίνα προτιμήσωμεν αποθανείν μάλλον ή ζήν· πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσεβείας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως χριστού κυρίου, και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων. Λοιπόν, αδελφοί, εάν χρεώσταί εσμεν υπέρ ενός εκ των τεσσάρων αγωνίζεσθαι έως θανάτου, πολλώι μάλλον υπέρ πάντων τούτων ημείς, ως βλέπετε προφανώς, και εκ πάντων μέλλομεν ζημιωθήναι.
Εάν διά τα εμά πλημμελήματα παραχωρήσηι ο θεός την νίκην τοις ασεβέσιν, υπέρ της πίστεως ημών της αγίας, ήν Χριστός εν τωι οικείωι αίματι ημίν εδωρήσατο, κινδυνεύομεν· ό εστι κεφάλαιον πάντων. Και εάν τον κόσμον όλον κερδήση τις και την ψυχήν ζημιωθή, τι το όφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως υστερούμεθα και την ελευθερίαν ημών. Τρίτον βασιλείαν την ποτέ μεν περιφανή, νυν δε τεταπεινωμένην και ωνειδισμένην και εξουθενωμένην απωλέσαμεν, και υπό του τυράννου και ασεβούς άρχεται. Τέταρτον δε και φιλτάτων τέκνων και συμβίων και συγγενών υστερούμεθα.
Αυτός δε ο αλιτήριος ο αμηράς πεντήκοντα και επτά ημέρας άγει σήμερον αφ’ ού ημάς ελθών απέκλεισεν και μετά πάσης μηχανής και ισχύος καθ’ ημέραν τε και νύκτα ουκ επαύσατο πολιορκών ημάς και χάριτι του παντεπόπτου Χριστού κυρίου ημών εκ των τειχών μετά αισχύνης άχρι του νυν πολλάκις κακώς απεπέμφθη… Τους αγρούς ημών και κήπους και παραδείσους και οίκους ήδη πυριαλώτους εποίησε· τους αδελφούς ημών τους Χριστιανούς, όσους εύρεν, εθανάτωσε και ηχμαλώτευσε· την φιλίαν ημών έλυσε.
Ελθών ουν, αδελφοί, ημάς απέκλεισε, και καθ’ εκάστην το αχανές αυτού στόμα χάσκων, πώς εύρηι καιρόν επιτήδειον ίνα καταπίη ημάς και την πόλιν ταύτην, ήν ανήγειρεν ο τρισμακάριστος και μέγας βασιλεύς Κωνσταντίνος εκείνος, και τηι πανάγνωι τε και υπεράγνωι δεσποίνηι ημών θεοτόκωι και αειπαρθένωι Μαρία αφιέρωσεν και εχαρίσατο τού κυρίαν είναι και βοηθόν και σκέπην τη ημετέρα πατρίδι και καταφύγιον των Χριστιανών, ελπίδα και χαράν πάντων των Ελλήνων, το καύχημα πάσι τοις ούσιν υπό την του ηλίου ανατολήν. Και ούτος ο ασεβέστατος την ποτε περιφανή και ομφακλίζουσαν ως ρόδον του αγρού βούλεται ποιήσαι υπ’ αυτόν. Ή εδούλωσε σχεδόν, δύναμαι ειπείν, πάσαν την υφ’ ήλιον….»
Μετά τό λόγο του ο Παλαιολόγος αγκάλιασε όλους τούς παρευρισκομένους καί τούς ζήτησε νά τόν συγχωρέσουν άν ποτέ τούς έβλαψε σέ κάτι. Καί όλοι Βενετοι, Γενουάτες, Ελληνες ενωτικοί καί Ελληνες ανθενωτικοί αγκάλιασαν ο ένας τόν άλλο ξέροντας ότι ζούν τίς τελευταίες ώρες της ζωής τους. Υποσχέθηκαν ότι δέν θά τρέξουν νά σώσουν τίς οικογένειές τους ή τίς περιουσίες τους, αλλά θά αγωνίζονταν γιά τήν πατρίδα μέχρι τελικής πτώσης. (Mάλιστα σύμφωνα μέ τόν Pears, οι μαχητές πού πήγαν στό εξωτερικό τείχος, έκλεισαν τίς πύλες του εσωτερικού τείχους, πίσω από τήν περίβολο, ώστε νά είναι αδύνατη η υποχώρηση. Τόσο αποφασισμένοι ήταν νά πολεμήσουν μέχρις εσχάτων). Καί από πέτρα νά ήταν κάποιος γράφει ο Φρατζής δέν θά ήταν δυνατό νά μήν δακρύσει στούς τελευταίους εναγκαλισμούς των αμυνομένων. Ο αυτοκράτορας χαιρέτησε λέγοντας το προφητικό εκείνο: «Στέφανος αδαμάντινος εν ουρανοίς εναπόκειται ημίν καί μνήμη αιώνιος καί άξιος εν τω κόσμω έσεται.»
Τότε τελείως αυθόρμητα συνέβη μία τραγική καί απροσδόκητη σκηνή. Σύσσωμος ο λαός άρχισε νά συρρέει πρός τήν Αγία Σοφία, τήν οποία είχαν εγκαταλείψει μετά τήν κοινή λειτουργία μέ τούς καθολικούς πού είχε γίνει στίς 12 Δεκεμβρίου 1452. Η απέραντη εκκλησία γέμισε από δεκάδες χιλιάδες πιστούς οι οποίοι μαζί μέ τόν βασιλιά, τήν αριστοκρατία, τόν κλήρο, τέλεσαν τήν τελευταία λειτουργία, στίς 28 Μαΐου 1453, προσευχόμενοι γιά τή σωτηρία της Βασιλεύουσας. Η λαμπρότερη εκκλησία πού κατασκευάστηκε O μαρμαρωμένος βασιλιάς ποτέ ζούσε τήν αγωνία της γερασμένης αυτοκρατορίας πού πέθαινε. Εκείνες οι ψαλμωδίες μας διαβεβαιώνει ο μεγάλος δάσκαλος Σλουμβερζέ θά αντηχούν αιώνια στήν ελληνική ψυχή.
Tό τελευταίο βράδυ ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έφιππος μαζί μέ τόν αχώριστο σύντροφό του Φρατζή, έκαναν επιθεώρηση στά τείχη, προσπαθώντας νά εντοπίσουν τά αδύνατα σημεία των ρηγμάτων καί νά εμψυχώσουν τούς άγρυπνους σκοπούς. Αργά τή νύκτα χώρισαν καί δέν έμελλαν νά ξαναδούν ο ένας τόν άλλον. Στό στρατόπεδο του κατακτητή τά φώτα όλα ήταν σβησμένα καί όλοι περίμεναν τό σύνθημα της επίθεσης. Τή σιωπή τήν συνόδευε μία αποπνικτική ομίχλη η οποία σύμφωνα μέ τούς ουλεμάδες του σουλτάνου προανήγγειλε τήν πτώση της πόλης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου