Όλο και πιο συχνά βλέπουμε διαφημίσεις που προτείνουν καλλυντικά χωρίς συντηρητικά ή που περιέχουν “φυσικά” συντηρητικά. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο διαδίκτυο, όπου μπορεί κάποιος να συναντήσει μυριάδες άρθρων και αναρτήσεων που δαιμονοποιούν τα πιο κοινά συντηρητικά και προτείνουν λύσεις, χωρίς σχεδόν ποτέ να μπαίνουν στον κόπο, να τις συνοδεύσουν με κάποια στοιχεία επιστημονικής τεκμηρίωσης ή εργαστηριακής μελέτης. Μπροστά σε αυτά τα διλήμματα, ο καταναλωτής έχει την τάση να αγοράζει αυτό που του φαίνεται πιο φυσικό και αβλαβές, αυτό δηλαδή που είναι “δίχως συντηρητικά” ή συντηρημένο με “φυσικά» συντηρητικά.
Είμαστε σίγουροι πως αυτή είναι η σωστή επιλογή; Και το πιο σημαντικό, είμαστε σίγουροι πως το προϊόν που μας προτείνουν ως κάτι που δεν περιέχει συντηρητικά, πράγματι δεν τα περιέχει;

Ο ρόλος του συντηρητικού στα καλλυντικά

Ο ρόλος του συντηρητικού στο καλλυντικό σκεύασμα, είναι η αποτροπή μετατροπής του καλλυντικού σκευάσματος σε βακτηριακή καλλιέργεια, λόγω της υψηλής περιεκτικότητας σε νερό, και όχι να εμποδίσει το τάγγισμα των λιπαρών ουσιών που αποτελούν σημαντική συνιστώσα σε οποιαδήποτε κρέμα (σε αυτή την περίπτωση γίνεται λόγος για τα αντιοξειδωτικά).
Ο πολλαπλασιασμός των βακτηρίων μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες στο προϊόν, αλλοιώνοντας το χρώμα και την οσμή του και πάνω απ ‘όλα, να επηρεάσει αρνητικά τα λειτουργικά χαρακτηριστικά του.
Είναι προφανές πως, βάζοντας τα δάχτυλα μέσα στο βάζο, μεταφέρουμε βακτήρια και ρύπους σε ένα γαλάκτωμα ευαίσθητο και ευάλωτο, αφού απουσιάζει το συντηρητικό. Τα βακτήρια βρίσκουν ένα φυσικό περιβάλλον για να τραφούν και να αναπαραχθούν: σε σύντομο χρονικό διάστημα το καλλυντικό μετατρέπεται, χωρίς εμφανή σημάδια, σε κάτι πολύ διαφορετικό (και ίσως επικίνδυνο για το δέρμα μας).
Αναμφίβολα, ένα συντηρητικό, είναι μια χημική ουσία ελάχιστα » φυσική «, και δυνητικά τοξική. Σε ευαίσθητα άτομα μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις.
Εδώ να σημειώσουμε ωστόσο, πως παρόμοιες αντιδράσεις, και μερικές φορές πολύ πιο έντονες, ο οργανισμός μπορεί να τις εκδηλώσει στα φρούτα και τα λαχανικά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, την γλουτένη κλπ.
Αυτό στο οποίο πρέπει να δοθεί προσοχή είναι η ποσότητα του συντηρητικούπου υπάρχει στο καλλυντικό προϊόν. Εάν ένα καλλυντικό είναι καλά μελετημένο και πολύ κοντά στο «φυσικό», το ποσοστό των συντηρητικών είναι πολύ χαμηλό και σπάνια ανιχνεύονται στο σώμα. Αλλά πώς μπορούμε να καταλάβουμε σε ποιο ποσοστό υπάρχει; Ο γενικός κανόνας είναι να ελέγξουμε τη σειρά εμφάνισής του στη λίστα των συστατικών (INCI). Ο νόμος ορίζει πως τα συστατικά πρέπει να καταγράφονται κατά φθίνουσα σειρά ανάλογα με την παρουσία τους. Προκύπτει συνεπώς ότι όσο πιο κάτω εμφανίζονται, τόσο το καλύτερο. Ωστόσο, αυτό δεν είναι πάντα αλήθεια: στην περίπτωση των κρεμών, για παράδειγμα, τα ενεργά συστατικά, που συνήθως περιέχονται σε μικρές ποσότητες, “ανεβάζουν” στην κατάταξη την παρουσία των συντηρητικών που ενδεχομένως είναι παρόντα σε μια ελάχιστη ποσότητα ..
Μια συμβουλή σε αυτό το σημείο: να είστε δύσπιστοι όταν ακούτε πως κάποιο προϊόν είναι χωρίς συντηρητικά! Πρώτον, διότι, αν είναι πράγματι  έτσι, το προϊόν κινδυνεύει με  βακτηριακή μόλυνση μετά την πρώτη χρήση. Δεύτερον, επειδή μπορεί να υπάρξουν και κάποιοι που θα σκεφτούν να κρύψουν τα συντηρητικά πίσω από άλλα συστατικά, όπως για παράδειγμα τα αρώματα.
Tέλος, τα λεγόμενα «φυσικά συστήματα», το εκχύλισμα σπόρων γκρέιπφρουτ ή τα αιθέρια έλαια – στην πραγματικότητα δεν δίνουν επαρκείς εγγυήσεις, καθώς απουσιάζουν κοινώς αποδεκτά επιστημονικά ευρήματα και τεστ πάνω στην πραγματική αποτελεσματικότητά τους.
Εν κατακλείδι: σταθμίζουμε προσεκτικά αυτά που διαβάζουμε στο διαδίκτυο … δεν παίρνουμε τοις μετρητοίς εκείνους που υποστηρίζουν ότι τα καλλυντικά σκευάσματα χωρίς συντηρητικά ή με “φυσικά συντηρητικά” είναι «καλύτερα».